δυσεντερική

δυσεντερική
δυσεντερικός
afflicted with dysentery
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσεντερικῇ — δυσεντερικός afflicted with dysentery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμομήλι — (ματρικάρια το χαμαίμηλο). Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζιτών (δικοτυλήδονα), κοινότατο είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”